κύμανσις

κύμανσις
κύμανσις
undulation
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κύμανσιν — κύμανσις undulation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύμανση — η (Α κύμανσις, εως) [κυμαίνω] η κίνηση τών κυμάτων, κυματισμός, παλμική δόνηση, ταλάντευση, κυματοειδής κίνηση νεοελλ. μτφ. 1. αυξομείωση, διακύμανση ή αστάθεια 2. αμφιταλάντευση, δισταγμός, διστακτικότητα 3. φυσ. η μεταβολή ενός φυσικού μεγέθους …   Dictionary of Greek

  • ԱԼԷԿՈԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0013 Chronological Sequence: 5c, 6c, 8c, 10c, 12c գ. κύμανσις fluctuatio, κλύδων, χειμών tempestas, aestus Կոծումն ալեօք. ծփումն. տատանումն. եւ Ծուփք. խռովութիւն. յոյզք. փորձանք. արկածք. ... *Նաւապետես, զնաւդ զերծո՛ յալէկոծութենէ:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κυμάνσεως — κυμάνσεω̆ς , κύμανσις undulation fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”